πνίγοισθε

πνίγοισθε
πνί̱γοισθε , πνίγω
choke
pres opt mp 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βραχνιάζω — 1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα 2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) *βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”